φτωχολό(γ)ι

φτωχολό(γ)ι
το, Ν
φτωχολογιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + -λόγι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φτωχολό(γ)ι — το βλ. φτωχολογιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτωχολογιά, η — και φτωχολό(γ)ι, το το σύνολο των φτωχών, οι φτωχοί, πλήθος φτωχών, ο φτωχός κόσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”